- τίσσα
- τίζωto be always asking 'what?aor ind act 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βορειοηπειρώτης — τισσα, τικο αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Βόρεια Ήπειρο … Dictionary of Greek
ТИССА — • Tissa, Τίσσα, город в середине Северной Сицилии, вероятно, на севере от Этны, близ нынешнего Randazzo. Cic. Verr. 3, 28 … Реальный словарь классических древностей
αποστάτης — Το άτομο που συμμετέχει στην αποστασία. Αυτός που αποχωρεί από μια ομάδα με κοινούς στόχους. Οι λέξεις αποστασία και α. χρησιμοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 1965 για να χαρακτηρίσουν τη σταδιακή αποχώρηση ομάδων βουλευτών της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ) και… … Dictionary of Greek
(ε)ξωμερίτης — ο θηλ. τισσα αυτός που κατάγεται ή ήρθε από τα έξω μέρη, αλλοδαπός, ξένος: Να μην ακούσουν για τους εξωμερίτες (Ι. Δραγούμης). ξωμερίτης ο θηλ. ίτισσα ο όχι ντόπιος, ο ξένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενορίτης — ο θηλ. τισσα πιστός που ανήκει σε κάποια εκκλησιαστική ενορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωμότης — ο θηλ. τισσα αυτός που απαρνήθηκε την πίστη του αρνησίθρησκος, μουρτάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοθελητής — ο θηλ. καλοθελήτρα και τισσα αυτός που θέλει το καλό κάποιου, αυτός που έχει καλές διαθέσεις για κάποιον: Παρουσιάστηκε ένας καλοθελητής μάρτυρας να με υπερασπίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολίτης — ο θηλ. τισσα 1. κάτοικος πόλης. 2. μέλος, υπήκοος μιας πολιτείας, ενός κράτους: Όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα μπροστά στο νόμο. 3. αυτός που δεν είναι ούτε στρατιώτης ούτε κληρικός: Καλός πολίτης (ευχή σε στρατιώτη). 4. ως κύρ. όν.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπάτισσα — ὑπά̱τισσα , ὑπό ἀτίζω not to honour aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) ὑπό ἀτίζω not to honour aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)